πλατικῶς

πλατικῶς
πλατικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλατικός — και δ. γρφ. πλατυκός, ή, όν, ΜΑ [πλάτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό πλάτος 2. λεπτομερής, διεξοδικός («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.) 3. μτφ. (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) ευρύς, γενικός («πλατικὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”